- τρεμίθια
- τα, Ν [τρέμιθος]ο καρπός τού φυτού τρέμιθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερέβινθος — και τέρμινθος και τρέμιθος, η, ΝΜΑ, και τρεμιθιά και τριμιθιά και τραμιθιά Ν, και τρίμιθος Α 1. λόγια ονομασία είδους τού φυτού πιστακία, κν. σήμερα κοκκορεβιθιά 2. ιατρ. δερματική νόσος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μαλακών θηλοειδών… … Dictionary of Greek
τρέμιθος — η, ΝΑ, και τρεμιθιά και τριμιθιά και τραμιθιά Ν, και τρίμιθος Α βλ. τερέβινθος … Dictionary of Greek
τραμιθιά — η, Ν βλ. τρεμιθιά … Dictionary of Greek